Ὄρθρος — the time just before masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρθρος — the time just before masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρθρος — (από το ρήμα όρνυμι = κινώ, ξεσηκώνω, εγείρομαι, δηλαδή σηκώνομαι). Ο πριν από την αυγή χρόνος, η χαραυγή. Στην εκκλησιαστική γλώσσα ό. είναι η ακολουθία της θείας λατρείας που γίνεται πριν από την ανατολή του ήλιου, δηλαδή «τα βαθιά χαράματα»… … Dictionary of Greek
Ὄρθρε — Ὄρθρος the time just before masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρθρε — ὄρθρος the time just before masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὄρθροι — Ὄρθρος the time just before masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρθροι — ὄρθρος the time just before masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὄρθροις — Ὄρθρος the time just before masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρθροις — ὄρθρος the time just before masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὄρθρον — Ὄρθρος the time just before masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)